Ana Sayfa Ελληνικά Νέα Λωζάνη 101: Για ποιον είναι επικίνδυνη η αμφισβήτηση της Συνθήκης; ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ!!

Λωζάνη 101: Για ποιον είναι επικίνδυνη η αμφισβήτηση της Συνθήκης; ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ!!

38
0

Λωζάνη 101: Για ποιον είναι επικίνδυνη η αμφισβήτηση της Συνθήκης; ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ!!

 Γράφει ο Μιχαήλ Κόκκινος 


Με τα όρια της παράνοιας φαίνεται πως φλερτάρει το πολιτικό σύστημα της Τουρκίας. Την ώρα που η γείτονα χώρα δίνει μία τριμέτωπη μάχη εναντίον Σύριων, Κούρδων και Τζιχαντιστών με αμφιλεγόμενο αποτέλεσμα για την μοίρα της στην περιοχή, δια στόματος Ερντογάν αμφισβητεί τη Συνθήκη της Λοζάνης. Η αναφορά του Τούρκου Προέδρου δεν ήταν τυχαία. Τα τελευταία χρόνια μεταξύ των οπαδών κυκλοφορεί μία θεωρία συνωμοσίας που φέρει την Συνθήκη της Λοζάνης να περιλαμβάνει ένα “μυστικό” άρθρο για λήξη της ισχύος της! 

Οι απόψεις που διατυπώνονται σχετικά με την υποτιθέμενη λήξη της Συνθήκης της Λοζάνης διαφοροποιούνται ανάλογα με τις πολιτικές απόψεις του εκάστοτε συνωμοσιολόγου. Οι επικριτές του Ερντογάν υποστηρίζουν ότι ο Τούρκος Πρόεδρος συνεργάζεται με την Ευρωπαϊκή Ένωση για τη δημιουργία ενός ανεξάρτητου Κουρδιστάν, ότι σχεδιάζει έναν νέο Βόσπορο για να διασφαλίσει την πρόσβαση των αμερικανικών πλοίων στη Μαύρη Θάλασσα ή ότι επιχειρεί να υπονομεύσει την κυριαρχία που διασφάλισε ο Ατατούρκ για την Τουρκία. Οι υποστηρικτές του Ερντογάν αντίθετα θεωρούν ότι με τη λήξη της Συνθήκης της Λοζάνης η Τουρκία αποκτά τη δυνατότητα διόρθωσης των συνόρων που είχε διασφαλίσει πριν από 100 χρόνια, ανακαταλαμβάνοντας περιοχές όπως τη Μοσούλη και μέρος της δυτικής Θράκης.

Στον τομέα της τουρκικής εσωτερικής πολιτικής η συζήτηση για το τέλος της Συνθήκης της Λοζάνης αντανακλά τους φόβους ορισμένων και τις ελπίδες άλλων ότι με τον πρώην Πρωθυπουργό και νυν Πρόεδρο η Τουρκία εισέρχεται σε μια δεύτερη περίοδο δημοκρατίας, αυτή που ο Ερντογάν αποκαλεί “Νέα Τουρκία”. Οι υποστηρικτές του πιστεύουν ότι το τουρκικό κράτος θα απαλλαχτεί από τον αυταρχισμό που χαρακτήριζε τη δημοκρατία του Ατατούρκ, ενώ οι επικριτές ανησυχούν για την υποχώρηση του κοσμικού κράτους.

Όταν ήρθε το ΑΚΡ στην εξουσία, τα σύνορα της Τουρκίας και όχι μόνο εκείνα της Μέσης Ανατολής αποτελούσαν ενδεχόμενα σημεία ανάφλεξης. Ένας πόλεμος με την Ελλάδα φάνταζε πιθανός το ίδιο και με το Ιράν, τη Συρία, το Ιράκ και την Αρμενία. Η θεωρία των μηδενικών προβλημάτων του Αχμέτ Νταβούτογλου άλλαξε τα δεδομένα μολονότι η Αραβική Άνοιξη έδειξε τα όριά της. Σήμερα που τα μέτωπα του Συριακού Εμφύλιου έχουν επεκταθεί και εντός της Τουρκίας με την αναθέρμανση της διένεξης της Άγκυρας με το ΡΚΚ, η Συνθήκη της Λοζάνης είναι το μόνο ασφαλές σημείο αναφοράς για το μέλλον της Τουρκίας, ικανό να σφραγίσει την προσωπική ασφάλεια και σταθερότητα Τούρκων πολιτών. 

 

Αν ο Ερντογάν εμμείνει στην επιλογή του να αμφισβητεί τη Συνθήκη της Λοζάνης και εισέλθει στην Θράκη με πρόσχημα το θρήσκευμα στην πραγματικότητα ανοίγει τον “δρόμο”, για να “επιστρέψει” στη Μικρά Ασία όχι μόνον η Ελλάδα αλλά και η Ευρώπη με το ίδιο πρόσχημα. Αυτό όμως δεν συμφέρει την Τουρκία και μάλιστα σε μια εποχή που είναι υποχρεωμένη λόγω των ενταξιακών της διαπραγματεύσεων να αναγνωρίζει δικαιώματα. Δεν την συμφέρει ν’ ανοίξει το ζήτημα της θρησκείας ούτε καν σε επίπεδο Ισλάμ, γιατί το κεμαλικό καθεστώς θα απειληθεί με πτώση. Αν όμως απειληθεί το καθεστώς αυτό, παύει στην πραγματικότητα να υπάρχει Τουρκία όπως τη γνωρίζουμε. Εκτός κι αν αυτός είναι ο απώτερος στόχος της ηγεσίας Ερντογάν! Διαχρονικά τα κόμματα των Ισλαμιστών στην Τουρκία εξέφραζαν πολιτικά, τους “ριγμένους” από τη Συνθήκη της Λοζάνης, τους γηγενείς μουσουλμάνους Τούρκους της Μ.Ασίας. Η σύγκρουση Κεμαλιστών – Ισλαμιστών στην Τουρκία συμπυκνώνει έριδες σχεδόν 100 χρόνων. Οι “εισαγόμενοι” Ευρωπαίοι κεμαλιστές από τα Βαλκάνια κυριάρχησαν οικονομικά και πολιτικά στους γηγενείς πληθυσμούς της Μ.Ασίας, καταδικάζοντάς τους να ζουν στο περιθώριο. Η εκλογή Ερντογάν ανέτρεψε αυτήν την σχέση και ως πολιτικός εκπρόσωπος των γηγενών ισλαμιστών δεν θα διστάσει να διαλύσει και την ίδια την Τουρκία – όπως οι Νεότουρκοι την Οθωμανική Αυτοκρατορία – προκειμένου να “ξηλώσει” από την εξουσία της χώρας τους κεμαλιστές δυνάστες τής. 

Η “Χειροβομβίδα” της Θράκης

Αρχικά, είναι πολύ σημαντικό να καταλάβει ο αναγνώστης τον τρόπο που δημιουργούνται και “δουλεύουν” οι Διεθνείς Νόμοι και οι Διεθνείς Συνθήκες. Για παράδειγμα κανείς εχέφρων άνθρωπος δεν θα άφηνε ένα παιδί ή έναν άνθρωπο μειωμένης αντίληψης κοντά σε εκρηκτικές ύλες ή όπλα, γιατί αυτό θα ήταν επικίνδυνο. Θα ήταν θέμα χρόνου να προκαλέσει συνθήκες δυστυχήματος, τις οποίες θα πληρώσει και ο ίδιος. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με το Διεθνές Δίκαιο. Εκ των δεδομένων οι διεθνείς συνθήκες δημιουργούν ένα περιβάλλον, το οποίο είναι “τεχνητό”. Γιατί αν το περιβάλλον ήταν φυσικό, δεν θα χρειαζόταν μια Συνθήκη, για να το κάνει λειτουργικό. Ακριβώς λοιπόν, επειδή το περιβάλλον δεν είναι φυσικό, δεν είναι ασφαλές εκεί όπου απαιτούνται ειδικές γνώσεις να εμπλέκονται άνθρωποι χωρίς αυτές, για να μην προκαλούνται “ατυχήματα”.

Μια τέτοια συνθήκη, η οποία δημιουργεί “τεχνητό” περιβάλλον, είναι και η Συνθήκη της Λοζάνης, μέσω της οποίας παραχωρήθηκε η Δυτική Θράκη στην Ελλάδα. Η Συνθήκη, η οποία, αν δεν προσεχθεί στις λεπτομέρειές της —που αφορούν τα δεδομένα της—, μπορεί να τινάξει τα πάντα στον αέρα. Μπορεί να καταστρέψει όλους τους εμπλεκόμενους και πρώτους απ’ όλους αυτούς, οι οποίοι σήμερα δείχνουν να μην τη σέβονται. Αυτό σημαίνει ότι όλοι αυτοί που διακινούν συνωμοσιολογικά σενάρια για το μέλλον της Θράκης (Μουφτήδες, εκκολαπτόμενοι πολιτικοί εκπρόσωποι και τοπικοί δημοσιογράφοι) είναι επικίνδυνοι πρωτίστως για την Τουρκία και μετά για την Ελλάδα.

Ακριβώς, επειδή δεν διαθέτουν τις απαιτούμενες γνώσεις διεθνούς δικαίου, καταφεύγουν στον μιμητισμό πολιτικών εθνικών διεκδικήσεων, χωρίς να γνωρίζουν τι ακριβώς είναι αυτό που μιμούνται και αν τους συμφέρει να το μιμούνται. Θεωρούν κάποια πράγματα προφανή, ενώ δεν είναι τέτοια. Υπό συνθήκες τεχνητού περιβάλλοντος πρέπει να έχεις γνώσεις, για να καταλάβεις αν αυτό, το οποίο θεωρείς προφανές, είναι τέτοιο ή όχι. Κάποιοι αυθαίρετοι Τούρκοι της Θράκης αντιλαμβάνονται τα πράγματα με όρους τέτοιους, οι οποίοι δεν υφίστανται για την Θράκη. Όμως, αυτό είναι πρωτίστως επικίνδυνο για τη δική τους ασφάλεια, αλλά και για την έννοια την οποία υπερασπίζονται. Όταν λειτουργείς υπέρ του τουρκικού εθνικισμού και δεν γνωρίζεις τι ακριβώς απειλεί το τουρκικό κράτος, είναι θέμα χρόνου να ενεργήσεις εις βάρος σου!

Οι αυτοπροσδιοριζόμενοι σαν Τούρκοι της Θράκης (DEB) μιμούνται στις συμπεριφορές τους άλλες εθνικές μειονότητες —κυρίως των Βαλκανίων—, οι οποίες εκμεταλλεύονται την έννοια της εντοπιότητας, προκειμένου να εκφράσουν αιτήματα για δικαιώματα εθνικού αυτοπροσδιορισμού, ονειρευόμενοι αυτονομίες κλπ. Στηρίζονται στο δεδομένο ότι “μοιάζουν” με αυτές τις μειονότητες και άρα θεωρούν ότι μπορούν να τις αντιγράφουν στην επιχειρηματολογία και στις πρακτικές τους. Είναι όμως ασφαλές αυτό το οποίο κάνουν;

Τα πάντα στην περίπτωση αυτήν ξεκινάνε από το γεγονός ότι αντιλαμβάνονται τους εαυτούς τους σαν αυτόχθονες και πάνω σ’ αυτό το δεδομένο “χτίζουν” την επιχειρηματολογία τους και εγείρουν διεκδικήσεις. Ειδικά μετά την πρόσφατη “επιτυχία” των Αλβανών του Κοσσόβου και της Ιλιρντά, αυτοί έχουν γίνει τα πρότυπά τους και θέλουν να τους μιμηθούν. Αυτό είναι λάθος, γιατί αν γνωρίζει κάποιος πώς λειτουργεί το διεθνές δίκαιο, θα διαπιστώσει ότι δεν υπάρχουν “αυτόχθονες” στη Θράκη! Όποιος στηρίζεται σε αυτό το δεδομένο, σφάλει νομικά. Αν αυτός, που το κάνει, είναι “Τούρκος”, δεν είναι απλά αφελής “ρομαντικός” εθνικιστής, αλλά ένας “εγκληματίας”, ο οποίος απειλεί την ασφάλεια της ίδιας της “Μητέρας” Τουρκίας. 

Αυτό ακριβώς είναι το πρόβλημα με τα τεχνητά περιβάλλοντα, τα οποία δημιουργούν οι Διεθνείς Συνθήκες. Είναι τεχνητά και άρα αυτό, το οποίο φαίνεται λογικό και φυσικό, είναι συνήθως το επικίνδυνο, και αυτό το οποίο φαίνεται συμφέρον, είναι ζημιογόνο! Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι, ακόμα και αν οι ίδιοι οι Έλληνες για τον οποιονδήποτε λόγο απαρνούνταν την “ελληνικότητα” της Θράκης, οι Τούρκοι θα έπρεπε να ήταν εκείνοι που θα διαμαρτύρονταν για ωμή παραβίαση Διεθνούς Συνθήκης. Ακόμα και αν οι ίδιοι οι Έλληνες αναγνώριζαν από μόνοι τους ΤΟΥΡΚΙΚΗ ΕΘΝΙΚΗ μειονότητα στη Θράκη, θα έπρεπε οι Τούρκοι και το τουρκικό κράτος να τους καταγγείλουν στα διεθνή δικαστήρια. Θα έπρεπε οι Τούρκοι να βλέπουν μια τέτοια αναγνωρισμένη μειονότητα ως “χειροβομβίδα”, η οποία τοποθετείται εκ του πονηρού στα “χέρια τους” με στόχο την απειλή της ασφάλειάς τους, ενέργεια που θα ισοδυναμούσε με casus belli.

 

Ο Α.Νταβούτογλου κάνει ιδιαίτερη αναφορά στα βιβλία του για τα “όρια” μεταξύ κρατών και την τεχνητή φύση τους, βάζοντας τα θεμέλια της νέα τουρκικής στρατηγικής ως το 2020. Η πολιτική που ακολουθεί είναι αναθεωρητική, προωθεί το quo ante και επομένως καλλιεργεί την σύγκρουση. 

Το “ειδικό περιβάλλον” της Λοζάνης

Όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, το περιβάλλον στη Θράκη είναι τεχνητό. Ως εκ τούτου τα πράγματα δεν είναι όπως φαίνονται. Για να υπάρχει ασφάλεια στην ευρύτερη περιοχή, τα πάντα θα πρέπει να ερμηνεύονται όπως επιβάλει η Συνθήκη της Λοζάνης και όχι όπως επιβάλει η λογική. Σύμφωνα λοιπόν με την περίφημη Συνθήκη η Θράκη είναι κεφάλαιο “ανταλλαγής”. Νομικά ήταν “ακατοίκητη” πριν την παράδοσή της στην Ελλάδα, όπως νομικά ήταν “ακατοίκητη” και η Μικρά Ασία ή ο Πόντος πριν την παράδοσή τους στην Τουρκία. Νομικά, δηλαδή, η Θράκη δεν ήταν πατρίδα κανενός, ώστε από αυτό το στοιχείο να έλκει και η ίδια την “ταυτότητά” της. Δεν ήταν πατρίδα καμίας ελληνικής πλειονότητας και δεν μπορεί κάποιο μέρος της να διεκδικηθεί ως πατρίδα από καμία τουρκική μειονότητα.

Η Θράκη δεν είναι ελληνική, επειδή η πλειονότητα των κατοίκων της ήταν κάποτε — ή σήμερα — Έλληνες. Ελληνική είναι, γιατί ανήκει νόμιμα στην Ελλάδα. Θα ήταν ελληνική, ακόμα και αν η πλειονότητα των κατοίκων της ήταν Κινέζοι, επειδή ακριβώς δόθηκε ως κεφάλαιο “αντιπαροχής” στους Έλληνες και στην Ελλάδα. Οι Τούρκοι πήραν το ανάλογο “ελληνικό κεφάλαιο” στη Μικρά Ασία και έδωσαν ως “αντιπαροχή” κεφάλαιό τους στην Ευρώπη. Έγινε ανταλλαγή κεφαλαίου και συμφωνήθηκε από τους άμεσα συμβεβλημένους στη Συνθήκη ότι όλοι όσοι βρίσκονται ή θα βρίσκονται ποτέ να κατοικούν νόμιμα πάνω στη Θράκη, να δηλωθούν Έλληνες. Νόμιμοι θα είναι μόνον αν δηλώνουν Έλληνες, ανεξαρτήτως του τί ήταν εθνικά προηγουμένως ή του τί πίστευαν θρησκευτικά. Το ακριβώς αντίστοιχο έγινε και στην Τουρκία. Όποιος παρέμεινε μετά την ανταλλαγή στην Τουρκία — πλην συγκεκριμένων και απόλυτα προσδιορισμένων εξαιρέσεων— είναι νόμιμος στη Μικρά Ασία μόνον ως Τούρκος πολίτης. Όποιος δεν αισθανόταν Τούρκος έφυγε, και αν έμεινε —σύμφωνα με τη Συνθήκη— κακώς έμεινε. Αυτά όλα δεν έγιναν από τύχη ούτε από τις συγκυρίες. Είναι αποτελέσματα συγκεκριμένης στρατηγικής, η οποία εξυπηρετούσε τα συμφέροντα αυτών που τα διαπραγματεύτηκαν.

Εδώ πρέπει να προσέξει ο αναγνώστης, γιατί οι όροι είναι πολύ σημαντικοί στην περιγραφή τόσο λεπτών καταστάσεων. Έλληνες και Τούρκοι συμφώνησαν μεταξύ τους να μην φαίνεται πουθενά ότι “κατάκτησαν” το παραμικρό. Κανένας δεν κατέκτησε τίποτε απολύτως. Νομικά δεν “έδιωξαν” οι Τούρκοι τους Έλληνες από τη Μικρά Ασία, αλλά “έφυγαν” μόνοι τους από αυτήν, για να ζήσουν με ομοίους τους στη νέα πατρίδα τους. Ομοίως δεν “έδιωξαν” οι Έλληνες τους Τούρκους από τις λεγόμενες Νέες Χώρες και άρα και από τη Θράκη. Έφυγαν μόνοι τους οι Τούρκοι για τη Μικρά Ασία, για να ζήσουν με Τούρκους. 

Και συμφώνησαν σ’ αυτό, γιατί αυτό ήταν το συμφέρον και για τις δύο πλευρές. Αν δεν συμφωνούσαν σ’ αυτό το δεδομένο, θα είχαν πρόβλημα και οι δύο. Γιατί ο “κατακτητής” στην “κατάκτησή” του είναι υποχρεωμένος ν’ αναγνωρίσει εθνικά δικαιώματα σε γηγενείς πληθυσμούς, εφόσον είναι αλλοεθνείς. Άρα, αν οι Τούρκοι του Κεμάλ “κατακτούσαν” τη Μικρά Ασία, θα έπρεπε να ανεχθούν και ν’ αναγνωρίσουν δικαιώματα όχι μόνον στην ελληνική εθνική μειονότητα της Μικράς Ασίας, αλλά και σε πλήθος άλλες. Δεν μπορούσαν να “ξηλώσουν” καμία από αυτές από τη Μικρά Ασία, επειδή αυτό τους βόλευε. Σε μια τέτοια περίπτωση θα κατηγορούνταν για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, γενοκτονία κλπ. Άλλωστε αυτό είναι το κύριο επιχείρημα για την σθεναρή αντίδρασή τους απέναντι στην διεθνώς αναγνωρισμένη γενοκτονία των Αρμενίων. 

Βεβαίως ούτε την ελληνική πλευρά συνέφερε να εμφανίζει την Θράκη ως προϊόν κατάκτησης. Δεν προσαρτήθηκε η Θράκη στον ελληνικό κορμό ως “προϊόν” κατακτητικής δραστηριότητας του ελληνικού κράτους. Ούτε καν “απελευθερώθηκε”, γιατί ούτε αυτή η έννοια σε απαλλάσσει από τις υποχρεώσεις σου απέναντι σε μειονότητες ξένων πληθυσμών. Η Θράκη ως χώρος προστέθηκε στο ελληνικό κράτος με την ταπεινή “λογιστική” λογική, που προστίθεται νέα ιδιοκτησία πάνω σε παλαιά ιδιοκτησία. Δεν απελευθερώθηκε από κάποιον κατακτητή, γιατί δεν κατακτήθηκε από κάποιον νέο. Αν συνέβαινε αυτό, οι Τούρκοι της Θράκης θα προστατεύονταν από τον διεθνή νόμο και άρα θα αναγνωρίζονταν ως εθνική μειονότητα με δικαίωμα παραμονής σ’ αυτόν. Δεν θα μπορούσαν οι Έλληνες να τους διώξουν στην Τουρκία, γιατί θα κατηγορούνταν επίσης για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και γενοκτονία.

Αντιλαμβανόμαστε ότι, αν δεν τα συμφωνούσαν όλα αυτά μεταξύ τους οι Έλληνες με τους Τούρκους, δεν θα μπορούσαν να πραγματοποιήσουν ανταλλαγή πληθυσμών. Δεν θα μπορούσαν να κάνουν αναγκαστική ανταλλαγή πληθυσμών και να απειλούν με νόμιμη βία όποιους Έλληνες ή Τούρκους αντιδρούσαν στη μεθόδευση και θα επεδίωκαν να παραμείνουν στα πατρογονικά τους εδάφη με αναγνωρισμένα και κατοχυρωμένα εθνικά δικαιώματα. Δεν δόθηκε επιλογή στους Έλληνες Πόντιους να παραμείνουν στον Πόντο ως τέτοιοι, όπως δεν δόθηκε επιλογή στους Τούρκους Θρακιώτες να παραμείνουν στη Θράκη επίσης ως τέτοιοι. Όποιος επέλεγε να παραμείνει στα χώματα όπου γεννήθηκε, θα παρέμενε υπό τους νέους όρους της Συνθήκης. Ό,τι κι αν ήταν προηγουμένως, στη Μικρά Ασία θα μπορούσε να παραμείνει μόνον ως Τούρκος και στη Θράκη μόνον ως Έλληνας.

Υπήρξε δηλαδή μία χρονική συγκυρία μετά τον Α’ΠΠ με τη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, όπου Έλληνες και Τούρκοι βρέθηκαν στιγμιαία στο “κενό” δίχως πατρίδα, αλλά με συγκεκριμένο και απόλυτα καταμετρημένο κεφάλαιο εκατέρωθεν του Αιγαίου. Είχαν κεφάλαιο να μοιράσουν και από αυτά που θα συμφωνούσαν θα προέκυπταν οι νέες πατρίδες τους. Πριν τη συμφωνία ήταν “απάτριδες” λαοί, που μετά τη συμφωνία απέκτησαν πατρίδες, τις οποίες μπορούσαν να τις αποτυπώσουν στον χάρτη. Ούτε καν η τότε ελεύθερη Ελλάδα δεν εξαιρέθηκε ως κεφάλαιο από αυτήν τη γενική καταμέτρηση, που εξυπηρετούσε αυτήν την εφ’ όλης της ύλης ελληνοτουρκική συμφωνία. Αφού έτσι έμπαινες τέλος οριστικά σε μία συνύπαρξη εκατοντάδων χρόνων και στις δυό πλευρές του Αιγαίου, που καθόριζε με εξαιρετική σαφήνεια τα μεταξύ τους σύνορα. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι εκεί εδράζεται το επιχείρημα της Άγκυρας για την όποια δυνητική επέκταση της ελληνικής υφαλοκρηπίδας, η οποία απειλείται με casus belli γιατί – σύμφωνα με την τουρκική πλευρά – αναθεωρεί τα όσα συμφωνήθηκαν στην Λοζάνη. Ενώ, τα όποια σημεία σύγκρουσης των δύο κρατών βρίσκονται στα Δωδεκάνησα (Ίμια, Αγαθονήσι, Καστελόριζο-ΑΟΖ), που περιήλθαν στην Ελλάδα μετά τον Β’ΠΠ και επομένως έμειναν εκτός Συνθήκης.

Το αυτοκρατορικό “όραμα” Ερντογάν δεν είναι καν όραμα. Είναι ο παλιός “εφιάλτης” της αυτοκρατορίας. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία διέλυσε οργανωμένα στα “εξ όν συνετέθη” και αν υπήρχε μια απειροελάχιστη πιθανότητα να ανασυσταθεί σε κάποια μορφή, αυτό θα μπορούσε να γίνει μόνον με την εκ νέου σύμπραξη των στοιχείων που τη συνέθεταν. Μόνον με την οικειοθελή συμμετοχή όλων όσων συμμετείχαν και προηγουμένως σ’ αυτήν. Αυτό σημαίνει ότι δεν μπορεί να γίνει μόνον από τους Τούρκους. Ακόμη κι αν είχαν την οικονομική δύναμη και τα στρατιωτικά μέσα να το δοκιμάσουν, θα αποτύγχαναν. Στην καλύτερη περίπτωση θα δημιουργούσαν ακόμη μίας ισλαμική τζαμαχιρίγια περιορισμένη στο κέντρο της Ανατολίας.  


Το παράδοξο της Τουρκίας

Έτσι, στην παραπάνω λογική έχουν χτιστεί τα δύο αυτά κράτη εκατέρωθεν του Αιγαίου. Όσοι ήθελαν να διατηρήσουν την αυθεντική εθνική τους ιδιότητα, μετακινήθηκαν προς τη μεριά της νέας τους πατρίδας. Όσοι αισθάνονταν Τούρκοι και βρίσκονταν στα Βαλκάνια, μετακινήθηκαν στη Μικρά Ασία και όσοι βρίσκονταν ήδη στη Μικρά Ασία, παρέμειναν εκεί με τα ίδια δικαιώματα και όχι με πλεονέκτημα εντοπιότητας. Το ίδιο “Τούρκοι” ήταν με τους “εισαγόμενους”, οι οποίοι απλά δεν χρειάστηκε να μετακινηθούν. 

Το ίδιο έγινε και με τους Έλληνες, όσοι ήταν στα Βαλκάνια παρέμειναν στις εστίες τους, ενώ όσοι βρίσκονταν στη Μικρά Ασία ξεκίνησαν την πορεία τους προς τη νέα πατρίδα. Στη νομικά “κενή” και “ακατοίκητη” πατρίδα, την οποία θα την κατοικούσαν υπό τους ίδιους όρους όλοι οι Έλληνες άσχετα με την προέλευσή τους. Οι ντόπιοι θα διατηρούσαν τις προηγούμενες περιουσίες τους και οι πρόσφυγες θα έπαιρναν κλήρους αποζημίωσης για τις περιουσίες που άφησαν πίσω τους. Οι πάντες ξεκίνησαν τη ζωή τους από μηδενική βάση. Οι ντόπιοι, στεκόμενοι πάνω στην ιδιοκτησία τους και οι πρόσφυγες, “κουβαλώντας” τη δική τους από εκεί που έρχονταν.Εκείνοι που παρέμειναν για τον οποιονδήποτε λόγο στην “ξένη” περιοχή, “απαρνήθηκαν” ταυτόχρονα και την εθνική τους ταυτότητα. Την “απαρνήθηκαν” βεβαία γιατί αυτό ήταν το συμφέρον τους, αφού έτσι διατήρησαν ανέπαφες τις περιουσίες τους. 

Εξαιτίας λοιπόν εκείνης της συμφωνίας οι Έλληνες πήραν το υπόλοιπο της Μακεδονίας, τη μισή Θράκη και τα φτωχά εκείνη την εποχή νησιά του Αιγαίου. Οι Τούρκοι πήραν την άλλη μισή Θράκη μαζί με τη μυθική Κωνσταντινούπολη και την τερατώδη Μικρά Ασία. Όμως, το μεγάλο κέρδος του Κεμάλ ήταν αλλού. Με την “αποζημίωση” των Ελλήνων κατάφερε και πήρε κεφάλαιο και από άλλους λαούς, τους οποίους δεν αποζημίωσε με έναν ίδιο και δίκαιο τρόπο. Με τη συμφωνία του με τους Έλληνες —να μην αναγνωρίζονται εθνικές μειονότητες εντός των συνόρων των νέων χωρών— στέρησε αυτό το δικαίωμα και από τις άλλες εθνικότητες, οι οποίες βρίσκονταν ως γηγενείς στη Μικρά Ασία. Επειδή ακριβώς δέχθηκαν οι Έλληνες ν’ απαρνηθούν συνειδητά την εθνική τους ταυτότητα στη Μικρά Ασία, την απαρνήθηκαν υποχρεωτικά και παρά τη θέλησή τους καί οι Κούρδοι καί οι Αρμένιοι καί οι Αλεβήδες και οι πολλοί άλλοι. Όμως, οι Έλληνες είχαν αποζημιωθεί, ενώ οι υπόλοιποι όχι.

Η σύγκρουση των πιο ισχυρών παραγόντων της καταρρέουσας αυτοκρατορίας, Ελλήνων και Τούρκων ωφέλησε αμφότερους, αλλά έβλαψε τους υπόλοιπους λαούς της Μικράς Ασίας. Με τον “μανδύα” της νομιμότητας σ’ ό,τι αφορά τις πρακτικές των ανταλλαγών κεφαλαίου και πληθυσμών, ο Κεμάλ και το νεότευκτο κράτος τού αδίκησαν όλες τις άλλες μειονότητες της Μικράς Ασίας. Ήταν τόσο θολά τα πράγματα και εμπλέκονταν τόσα πολλά δεδομένα, που κανένας δεν μπορούσε να διακρίνει πότε οι στρατιωτικές δυνάμεις του Κεμάλ “συνόδευαν” ανταλλάξιμους πληθυσμούς και πότε “ξήλωναν” μη ανταλλάξιμους. Η ασάφεια της εποχής τούς επέτρεπε να κάνουν εγκλήματα, ενώ η σαφήνεια της Συνθήκης τούς προστάτευε, εφόσον μιλούσε για ανταλλαγή εθνικών ομάδων, η οποία απλά γινόταν με τη “βοήθεια” θρησκευτικών κριτηρίων.

Ο Κεμάλ και οι Νεότουρκοι των Βαλκανίων ερχόμενοι στη Μικρά Ασία στην κυριολεξία θησαύρισαν! Σκεφτείτε ότι 1.650.000 Τούρκοι υπήκοοι, χριστιανικού θρησκεύματος μοιράστηκαν ως Έλληνες μεταξύ τους το μέρος που τους αντιστοιχούσε στην αντικειμενικά μικρή Ελλάδα, ενώ στην Τουρκία πήγαν 670.000 Έλληνες υπήκοοι, μουσουλμανικού θρησκεύματος, που, ως Τούρκοι, τη μοιράστηκαν σχεδόν μόνοι τους.Τη μοιράστηκαν σχεδόν εις βάρος των πάντων και όχι μόνον στον βαθμό που αφορούσε την περιουσία της σχεδόν τριπλάσιας από αυτούς πληθυσμιακής ομάδας των χριστιανών Ελλήνων. Εις βάρος όχι μόνον των χριστιανών όλων των εθνικοτήτων, αλλά ακόμα και εις βάρος των γηγενών μουσουλμάνων. Ακόμα δηλαδή και ο ίδιος Κεμάλ την προσωπική του περιουσία στην Τουρκία την απέκτησε με την ανταλλαγή. Ο φτωχός αστός της Θεσσαλονίκης Κεμάλ έγινε μέσα σε μια νύχτα μεγαλοφεουδάρχης της Μικράς Ασίας.

Όλα αυτά έγιναν και νομιμοποιήθηκαν εξαιτίας της Συνθήκης της Λοζάνης. Αυτή η Συνθήκη είναι εκείνη, που απαλλάσσει την Τουρκία —και άρα και τους κυρίαρχους Κεμαλιστές — από τις κατηγορίες και άρα και από τις υποχρεώσεις για αποζημιώσεις απέναντι σε Κούρδους ή Αρμένιους.Εξαιτίας αυτής της Συνθήκης δεν κατηγορείται επισήμως το κράτος της Τουρκίας για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και απόπειρα εθνοκάθαρσης απέναντι στους Κούρδους ή τους Αρμένιους. Όσο κι αν αυτό φαίνεται παράδοξο, αποτελεί γεγονός ότι από τη Συνθήκη της Λοζάνης καθορίζονται ένα πλήθος παραμέτρων, οι οποίες φαινομενικά δεν έχουν σχέση με τα εμφανώς εμπλεκόμενα μέρη. Για παράδειγμα, ακόμη και τα σύνορα της Τουρκίας με τη Συρία ή το Ιράκ καθορίζονται με βάση αυτή τη Συνθήκη. 

Η Συνθήκη της Λοζάνης είναι αυτή, η οποία δίνει στην Τουρκία κυριαρχικά δικαιώματα στο σύνολο της Μικράς Ασίας και άρα και στην κουρδική περιοχή, και επιτρέπει στην Τουρκία ν’ αναπτυχθεί στρατιωτικά εντός του συνόλου της μικρασιατικής περιοχής. Χωρίς αυτήν τη Συνθήκη είναι παράνομος ο τουρκικός στρατός στα εδάφη των Κούρδων. Χάρη σ’ αυτήν τη Συνθήκη “δεν υπάρχουν” Κούρδοι στο Κουρδιστάν και είναι όλοι τους Τούρκοι. Αυτά, τα οποία είναι προφανή για ένα αμιγώς εθνικό κράτος, δεν είναι τέτοια στην πολυεθνική Τουρκία. Η Συνθήκη της Λοζάννης είναι αυτή, που της εξασφαλίζει τα “προφανή”.

Ταυτόχρονα όμως, εξαιτίας της ίδιας Συνθήκης, η Τουρκία απαλλάχθηκε και από το πρόβλημα των χριστιανών, οι οποίοι δεν αρνήθηκαν να μετακινηθούν από τη Μικρά Ασία. Εξαιτίας της Συνθήκης δεν ίσχυε κανένας διεθνής νόμος προστασίας θρησκευτικών δικαιωμάτων. Καθώς, όσοι είχαν τέτοια δικαιώματα, τα “πούλησαν”, είτε αποχωρώντας, είτε μένοντας. “Πούλησαν” ένα βασικό ανθρώπινο δικαίωμα και το οποίο είναι αυτό της ελεύθερης θρησκευτικής επιλογής. Αυτοί, οι οποίοι θα δήλωναν ψευδώς ότι είναι Τούρκοι και μωαμεθανοί για να παραμείνουν στα πατρώα εδάφη τους και να διατηρήσουν τις περιουσίες τους, δεν προστατεύονταν πια από τον νόμο αν άλλαζαν γνώμη. Δεν μπορούσαν όλοι αυτοί να ξαναεμφανιστούν αρχικά ως χριστιανοί και στη συνέχεια ως Έλληνες, όταν οι κοινωνικές συνθήκες στην Τουρκία θα ήταν πιο ασφαλείς. Αυτό το απαγορεύει η Συνθήκη της Λοζάννης. 

Η Τουρκία λοιπόν, απάλλαξε από την εθνικότητά τους τούς “Τούρκους” της Θράκης, αλλά ανάγκασε την Ελλάδα να απαλλάξει τους χριστιανούς της Μικράς Ασίας από την ελληνικότητά τους, εφόσον αυτοί ανήκαν στο ποίμνιο της Κωνσταντινούπολης. Ο Πατριάρχης υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει όχι μόνον την επίσημη ιδιότητα του Εθνάρχη των Ελλήνων, αλλά και αυτήν του Αρχιερέα του Χριστιανισμού. Για να μην μπορεί το ελληνικό ή χριστιανικό Πατριαρχείο να συνδεθεί με κανέναν από τους φανερούς ή κρυφούς χριστιανούς, οι οποίοι θα παρέμεναν και άρα θα υπήρχαν στη Μικρά Ασία. Όποιος παρέμενε στην Τουρκία, θα ήταν πλέον Τούρκος και τυπικά μωαμεθανός, εφόσον στο ουσιαστικό επίπεδο δεν ενδιέφερε το κεμαλικό καθεστώς η “ειλικρίνεια” της πίστης των υπηκόων του. Το κεμαλικό καθεστώς το ενδιέφερε απλά να δηλώνουν επίσημα την “πίστη” τους, ώστε να έχει το νομικό δικαίωμα να τιμωρεί αυτούς, οι οποίοι θα χρησιμοποιούσαν την κρυφή τους πίστη για τη διεκδίκηση εθνικών δικαιωμάτων εις βάρος της Συνθήκης.

Ο Ερντογάν απειλεί την Τουρκία

Καταλήγουμε λοιπόν στο συμπέρασμα ότι ένας αναγνωρισμένος εθνικά “Τούρκος” με νόμιμη περιουσία στη Θράκη, θα έδινε δικαίωμα για αναγνώριση ταυτότητας και απαίτηση περιουσίας ενός Κούρδου στην Ανατολική Τουρκία. Ποιον λοιπόν απειλεί περισσότερο ένα τουρκικό κόμμα στην ελληνική Θράκη; Η Ελλάδα, στη χειρότερη γι’ αυτήν περίπτωση, θα αναγκαστεί ν’ αναγνωρίσει εθνική μειονότητα. Ούτε η πρώτη χώρα θα είναι που θα το κάνει αυτό ούτε η τελευταία. Εθνικά δικαιώματα δεν σημαίνει απόσχιση της Θράκης, όπως δεν αποσχίστηκε η Βόρειος Ήπειρος από την Αλβανία ή τα ουγγρικά Καρπάθια από τη Ρουμανία.

Όμως, αυτό, που για την Ελλάδα θα ήταν απλά δυσμενές, για την Τουρκία θα ήταν καταστροφή. Τα εθνικά δικαιώματα της θρησκευτικής μειονότητας της Θράκης θα άνοιγαν τον δρόμο για διεκδίκηση αποζημιώσεων όλων των εθνικών μειονοτήτων της Τουρκίας από το τουρκικό κράτος. Ακόμα και κάποιων Ελλήνων, οι οποίοι σε προσωπικό επίπεδο μπορεί να μην θεωρούν τους εαυτούς τους ικανοποιημένους.

Και ακριβώς επειδή δεν υφίσταται “μερικώς ισχύουσα Συνθήκη”, η παραμικρή “κατάπτωση” μιας τέτοιας Διεθνούς Συνθήκης θα οδηγούσε σε κατάρρευση όλων των επιμέρους διατάξεών της. Σε μια τέτοια περίπτωση ή ισχύουν όλα ή δεν ισχύει τίποτε. Από τη Θράκη, δηλαδή, μπορεί να ξεκινήσει ένα ντόμινο εξελίξεων, το οποίο μπορεί ν’ αλλάξει τον χάρτη ολόκληρης της Ανατολικής Μεσογείου. Ούτε φαντάζεται κάποιος πόσα πράγματα ρυθμίζει και εγγυάται η “σιδηρά” Συνθήκη της Λοζάνης. Στην πραγματικότητα, δηλαδή, η “ικανοποίηση” της Ελλάδας και των “ανταλλαγμένων” Ελλήνων είναι αυτή, η οποία εγγυάται όχι μόνον την ακεραιότητα της Τουρκίας, αλλά και τη σταθερότητα της Μέσης Ανατολής. Η Ελλάδα, για παράδειγμα, είναι αυτή, η οποία “εγγυάται” την προστασία της Τουρκίας από τις συριακές απαιτήσεις. Η Ελλάδα είναι αυτή, η οποία “εγγυάται” τη νομιμότητα των στρατοπέδων της Τουρκίας στο Κουρδιστάν. Εξαιτίας της Ελλάδας κράτη όπως η Συρία, το Ιράκ ή ακόμα και ο Λίβανος δεν μπορούν να εγείρουν νομικές απαιτήσεις εις βάρος της Τουρκίας για άδικες “μοιρασιές”. Αν αμφισβητήσει η Τουρκία το παραμικρό από τη Συνθήκη της Λοζάνης, στην πραγματικότητα πριονίζει το “κλαδί” πάνω στο οποίο κάθεται η ίδια.

Γιατί όμως η Άγκυρα φέρεται παράλογα αφού τα γνωρίζει όλα αυτά και πόσο επικίνδυνα είναι για τη σταθερότητα του κράτους της; Το πρόβλημα για την Τουρκία είναι η επικίνδυνη φύση εκείνων που διαφεντεύουν τις τύχες της. Ενώ, οι ιδρυτές και πραγματικοί “αρχιτέκτονες” της Τουρκίας —και άρα οι απόλυτοι γνώστες της κατάστασης— “κοιτούσαν” για την ασφάλειά τους από τη Δύση προς την Ανατολή, ο Ερντογάν κάνει το ακριβώς αντίθετο. “Βλέπει” από την Ανατολή προς τη Δύση. Οι κεμαλιστές “ακουμπούσαν” στην ασφαλή Ελλάδα και έβλεπαν ως πηγή κινδύνου των συμφερόντων τούς τους πληθυσμούς της Ανατολής, οι οποίοι τους έβλεπαν εχθρικά, είτε για λόγους θρησκείας είτε για λόγους εθνικότητας. Εχθροί τους ήταν όλοι όσοι δεν ήταν κεμαλιστές, ομοεθνείς καί μη. Από τους ευσεβείς μωαμεθανούς Τούρκους, οι οποίοι αμφισβητούσαν μόνιμα το σχεδόν άθεο κοσμικό καθεστώς, ως τους εθνικά μη Τούρκους, οι οποίοι αμφισβητούσαν το εθνικού τύπου τουρκικό καθεστώς. Γι’ αυτόν τον λόγο η πολιτική τους ήταν μόνιμα “εσωστρεφής”. 

Ο Ερντογάν από την άλλη βλέπει τα πράγματα με τον ακριβώς αντίθετο τρόπο. Βλέπει την Τουρκία όπως βλέπει τη Γερμανία ένας Γερμανός, ενιαία εθνικά, πολιτικά, πολιτισμικά και θρησκευτικά. Την χρησιμοποιεί ως βάση επέκτασης προς τα έξω. Η πολιτική του πρόταση είναι “εξωστρεφής”. Αυτήν την ενιαία Τουρκία θεωρεί ότι μπορεί να τη στρέφει εναντίον εξωτερικών εχθρών και άρα και εναντίον της Ελλάδας. Γι’ αυτόν τον λόγο βλέπουμε την Τουρκία τα τελευταία χρόνια – η επιβίωση της οποίας στηρίχθηκε στον άθεο κοσμικό της χαρακτήρα – να παριστάνει τον φανατικό “ιμάμη” της περιοχής. Βλέπουμε τη μωαμεθανική κοινότητα της Θράκης, η οποία στην κυριολεξία σώθηκε από την Ελλάδα —φοβούμενη να δώσει τη μάχη της επιβίωσης στην κοσμική Τουρκία του άθεου Κεμάλ—, να παριστάνει την εμπροσθοφυλακή του τουρκικού εθνικισμού. Βλέπουμε την Τουρκία, με το έμπειρο στο ελληνοτουρκικό “παιχνίδι” διπλωματικό σώμα, να τοποθετεί στο Προξενείο της Θράκης όχι διπλωμάτες, αλλά κοινούς πράκτορες της ΜΙΤ.

Ο Ερντογάν αντιλαμβάνεται την Τουρκία σαν ένα μεγάλο δυτικού τύπου κράτος —όπως είναι η Γερμανία, η Γαλλία ή η Ισπανία—, ενώ αυτό δεν συμβαίνει. Συμπεριφέρεται σαν να είναι ηγέτης ενός μεγάλου δυτικού χριστιανικού κράτους, ενώ αυτό δεν συμβαίνει. Αποσπά την “προσοχή” του τουρκικού κράτους από το εσωτερικό του και αυτό είναι θέμα χρόνου να το θέσει σε κίνδυνο. Όλα τα βλέπει λάθος, γιατί τα βλέπει από λανθασμένη οπτική γωνία. Θεωρεί, για παράδειγμα, ότι η “επιτυχία” της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο μπορεί να είναι “οδηγός” για παρόμοιες στρατηγικές, αγνοώντας “εκκωφαντικά” ότι η Κύπρος δεν ανήκε στη Συνθήκη της Λοζάνης και γι’ αυτό ακριβώς είχε “επιτυχία” η Τουρκία. 

Η Τουρκία δεν μπορεί όμως να ξεφύγει από τη φύση της. Αναπτύχθηκε με τον οθωμανικό τρόπο, ομοιάζοντας μόνον στο τυπικό μέρος με εθνικό κράτος. Αυτό δεν έγινε εξαιτίας κάποιας “γεννητικής” αδυναμίας ή “κατωτερότητας” των Τούρκων. Αυτό επιλέχθηκε από τους κεμαλιστές ως μοντέλο οργάνωσης, γιατί αυτό τους συνέφερε και τους έκανε βαθύπλουτους. Αν ήθελαν δυτικού τύπου οργανωμένη “εθνική” και άρα “σκληρή” Τουρκία, θα έπρεπε να δώσουν στους πληθυσμούς της χωράφια, δικαιώματα, δημοκρατία, δικαιοσύνη, μόρφωση και αυτά όλα δεν τους συνέφεραν. Για να “ιδρύσουν” λοιπόν οι κεμαλιστές το γενναιόδωρο για τους ίδιους ψευδοεθνικό τους κράτος, χρησιμοποίησαν το θρησκευτικό “δόγμα” ως “αντιδόγμα” στον χώρο όπου πριν εδραζόταν μια κατά κανόνα ομόθρησκη και πολυεθνική αυτοκρατορία. Εξαιτίας αυτού του “αντιδόγματος” της κοσμικής Τουρκίας υπάρχουν οι μουσουλμάνοι στην ελληνική Θράκη. Φοβούμενοι το άθεο νέο καθεστώς, δεν την εγκατέλειψαν στην ανταλλαγή πληθυσμών, ακόμα και για το δέλεαρ των μεγάλων κλήρων, οι οποίοι προβλέπονταν για αυτούς. Παρέμειναν φανατικοί μουσουλμάνοι στη Θράκη, ελπίζοντας στην πολιτισμένη και ευγενική συμπεριφορά του ελληνικού κράτους.

Αυτούς τους ανθρώπους τους εγκατέλειψε στην κυριολεξία η κοσμική Τουρκία στα “χέρια” της Ελλάδας. Εύκολα τους εγκατέλειψε, εφόσον τους θεωρούσε κοινωνικά καθυστερημένους και άρα ανεπιθύμητους. Ο Ερντογάν ονειρεύεται να κάνει το ακριβώς αντίθετο. Προσπαθεί, μέσω του ίδιου δόγματος, να κάνει την εθνική Τουρκία μια αυτοκρατορία με διεθνή ερείσματα, η οποία θα μπορούσε ακόμα και να επεκταθεί πάνω σε άλλα έθνη. Εξαιτίας αυτού του δόγματος “ξανασυνδέεται” με τους μουσουλμάνους της Θράκης. Αυτό, το οποίο άφησαν οι κεμαλιστές ως επικίνδυνο για τη δική τους Τουρκία, το πιάνει ο Ερντογάν σαν χρήσιμο για τη δική του Τουρκία. 

Αυτό, πέρα από το γεγονός ότι είναι παντελώς λάθος, απειλεί με καταστροφή όλες τις παραμέτρους, που δίνουν σταθερότητα στην περιοχή. Για παράδειγμα, τα σύνορα μεταξύ της Ελλάδας και της Τουρκίας είναι το επίτευγμα του κεμαλικού καθεστώτος, που “θωρακίζει”, τουλάχιστον από τα δυτικά, τη γενικώς “εύθραυστη” Τουρκία. Το γεγονός ότι μπορείς αυτά τα σύνορα να τα διαπερνάς με “πλατφόρμα” τη θρησκεία, δεν σημαίνει τίποτε απολύτως. Όταν όμως ξεσηκώνεις μειονότητες στη Θράκη, νομιμοποιείς όλους εκείνους, οι οποίοι ξεσηκώνουν μειονότητες στο Κουρδιστάν. Όταν επιλέγεις να περιφέρονται Τούρκοι επίσημοι στη Θράκη —στο όνομα των δήθεν ανθρωπίνων δικαιωμάτων— ήταν θέμα χρόνου να εμφανιστούν Ιρακινοί ή Σύριοι Κούρδοι να κάνουν το ίδιο στην Ανατολική Τουρκία.

Οι κεμαλιστές διέλυσαν μια αυτοκρατορία, για να σωθούν οι ίδιοι σε ένα εθνικό σκάφος. Θεωρητικά, ακόμα και όταν ήταν επικεφαλής της αυτοκρατορίας και διαχειρίζονταν τα μέσα της, δεν μπόρεσαν να τη σώσουν. Δεν μπόρεσαν να τη σώσουν σε πολύ ευκολότερες εποχές για τέτοιου είδους συστήματα. Επέλεξαν το “μη χείρον” και αυτό ήταν η διάσπασή της σε εθνικά κράτη με βασικό “δίδυμο” ισορροπίας την Τουρκία και την Ελλάδα. Τώρα, έναν αιώνα μετά, έρχεται ο Ερντογάν και ονειρεύεται αυτοκρατορίες. Μόνο που κάθε φορά θα σκαλίζει την “εκρηκτική” Συνθήκη της Λοζάνης, και θα δυναμιτίζει το κλίμα στην Θράκη, θα έχει απέναντί του ένα επικίνδυνο και οπλισμένο κεμαλικό παρακράτος, το οποίο είτε με γεγονότα τύπου Γκεζί, είτε με προβοκάτσιες θα δείχνει τα “δόντια” του προκειμένου να διατηρήσει τα κεκτημένα του. Εκείνοι που δεν δίστασαν να θυσιάσουν μία αυτοκρατορία για το συμφέρον τους, θα διστάσουν τώρα να θυσιάσουν ένα κράτος που έχει πάψει πια να τους “ανήκει”;

CEVAP VER

Lütfen yorumunuzu giriniz!
Lütfen isminizi buraya giriniz