Ο δημοσιογράφος και Πρόεδρος της Εφορευτικής Επιτροπής του Μειονοτικού Γυμνασίου – Λυκείου Ξάνθης κ.Οζάν Αχμέτογλου, σε κείμενο που έγραψε στην εφημερίδα Γιουντέμ αναφέρθηκε στη Μειονοτική Εκπαίδευση στη Δυτική Θράκη, στις Σχολικές Εφορείες και για τη στάση της Πολιτείας τα τελευταία χρόνια.
Ο κ.Αχμέτογλου στο κείμενο του αναφέρεται στα εξής θέματα:
“Η Μειονοτική Εκπαίδευση στη Δυτική Θράκη, οι Σχολικές Εφορείες και η στάση της Πολιτείας”
Η Τουρκική Μειονότητα της Δυτικής Θράκης αντιμετωπίζει σημαντικές δυσκολίες σε πολλούς τομείς, κυρίως στην εκπαίδευση. Η βιωσιμότητα και η ποιότητα της μειονοτικής εκπαίδευσης επηρεάζεται ιδιαίτερα από τη στάση και τις πολιτικές του ελληνικού κράτους. Ένας από τους κύριους λόγους των εντάσεων στον τομέα της μειονοτικής εκπαίδευσης είναι ο περιορισμός των αρμοδιοτήτων των σχολικών εφορειών.
Η Τουρκική Μειονότητα της Δυτικής Θράκης αντιμετωπίζει σημαντικές δυσκολίες σε πολλούς τομείς, κυρίως στην εκπαίδευση. Η βιωσιμότητα και η ποιότητα της μειονοτικής εκπαίδευσης επηρεάζεται ιδιαίτερα από τη στάση και τις πολιτικές του ελληνικού κράτους. Ένας από τους κύριους λόγους των εντάσεων στον τομέα της μειονοτικής εκπαίδευσης είναι ο περιορισμός των αρμοδιοτήτων των σχολικών εφορειών.
Οι σχολικές εφορείες, σύμφωνα με τη μειονοτική εκπαίδευση, της οποίας το καθεστώς έχει καθοριστεί από διεθνείς και διμερείς συμφωνίες, πρέπει να έχουν λόγο σε ζητήματα όπως ο διορισμός εκπαιδευτικών και η γενική λειτουργία των σχολείων της Τουρκικής Μειονότητας της Δυτικής Θράκης. Ωστόσο, το ελληνικό κράτος, με την πάροδο του χρόνου, περιόρισε τις αρμοδιότητες των σχολικών εφορειών, αποδυναμώνοντας το δικαίωμα της μειονότητας να έχει λόγο στα δικά της σχολεία. Αυτή η κατάσταση θεωρείται άμεση παρέμβαση στα εκπαιδευτικά δικαιώματα της Τουρκικής Μειονότητας.
Στην Ελλάδα, η Τουρκική μειονότητα της Δυτικής Θράκης, παρόλο που έχει εκπαιδευτικά δικαιώματα τα οποία είναι κατοχυρωμένα από διεθνείς συνθήκες όπως η Συνθήκη της Λωζάνης, αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα στην εφαρμογή αυτών των δικαιωμάτων. Ο περιορισμός του ρόλου των σχολικών εφορειών, οι οποίες εκπροσωπούν τους γονείς των μαθητών, στην λειτουργία των μειονοτικών σχολείων, αυξάνει τον κεντρικό έλεγχο του κράτους στην εκπαίδευση. Αυτή η κατάσταση περιορίζει την επίδραση της μειονότητας στην μειονοτική εκπαίδευση και οδηγεί σε μη επαρκή ικανοποίηση των πολιτισμικών και γλωσσικών αναγκών στα μειονοτικά σχολεία. Επιπλέον, η περιθωριοποίηση των σχολικών εφορειών δημιουργεί προβλήματα εμπιστοσύνης στην κοινότητα και επιδεινώνει τις σχέσεις μεταξύ του ελληνικού κράτους και της Τουρκικής Μειονότητας.
Μια άλλη σημαντική πτυχή αυτής της διαδικασίας είναι ότι τα αιτήματα που η Τουρκική Μειονότητα της Δυτικής Θράκης θέτει ενώπιον του ελληνικού κράτους παραμένουν αναπάντητα. Η Τουρκική Μειονότητα ζητά βελτίωση της ποιότητας της δίγλωσσης (Τουρκικά – Ελληνικά) εκπαίδευσης, βελτίωση των κτιριακών υποδομών των σχολείων και γενικά καλύτερες συνθήκες για την μειονοτική εκπαίδευση. Ωστόσο, αυτά τα αιτήματα αγνοούνται εδώ και πάρα πολλά χρόνια. Όσο το ελληνικό κράτος δεν ανταποκρίνεται σε αυτά τα αιτήματα, τα προβλήματα της μειονότητας στον τομέα της εκπαίδευσης παραμένουν άλυτα.
Τα μη ικανοποιημένα αιτήματα σχετικά με την μειονοτική εκπαίδευση επιδεινώνουν περαιτέρω τις σχέσεις της Τουρκικής Μειονότητας της Δυτικής Θράκης και του ελληνικού κράτους. Η εκπαίδευση είναι κρίσιμης σημασίας ζήτημα για τη διατήρηση της ταυτότητας της μειονότητας και της γλώσσας της. Ωστόσο, οι περιοριστικές πολιτικές και πρακτικές του ελληνικού κράτους απέναντι στη μειονοτική εκπαίδευση καθιστούν δυσκολότερη τη διατήρηση αυτής της ταυτότητας. Το ελληνικό κράτος δεν ανταποκρίνεται στα αιτήματα για τη διεξαγωγή μεταρρυθμίσεων στα μειονοτικά σχολεία και κρατά κλειστό τo δίαυλο του διαλόγου επί του θέματος. Αυτό δημιουργεί ένα σοβαρό αίσθημα ανασφάλειας στην μειονότητα όσον αφορά την εκπαίδευση.
Η Μουσουλμανική Τουρκική Μειονότητα της Δυτικής Θράκης πιστεύει ότι το ελληνικό κράτος προσπαθεί εδώ και χρόνια να “αποτελειώσει” την μειονοτική εκπαίδευση και τα μειονοτικά σχολεία. Θα πρέπει να τονιστεί ότι αυτή η πεποίθηση έχει γίνει ευρέως διαδεδομένη τα τελευταία χρόνια. Το γεγονός ότι το κράτος, ενώ δεν ικανοποιεί τα αιτήματα και τις προσδοκίες της μειονότητας για τη βελτίωση της ποιότητας της μειονοτικής εκπαίδευσης, υιοθετεί μια άκρως περιοριστική, αποτρεπτική και αδιάλακτη στάση απέναντι στις σχολικές εφορείες και τους γονείς που προσπαθούν να διατηρήσουν τα μειονοτικά σχολεία ζωντανά παρά τις δυσκολίες. Η στάση αυτή εγείρει πολλά ερωτήματα.
Άρα, τα αιτήματά μας δεν ικανοποιούνται και οι προσδοκίες μας για τη βελτίωση της ποιότητας των μειονοτικών σχολείων αγνοούνται.
Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, οι γονείς και οι σχολικές εφορείες που προσπαθούν να κάνουν κάτι για τα μειονοτικά σχολεία, αντιμετωπίζουν επίσης αποτρεπτική στάση. Στο σημείο αυτο ευλογο είναι το ερώτημα. Ναι αλλά γιατί;
Το ελληνικό κράτος, ή οι επίσημες αρχές που μιλούν ή ενεργούν εξ ονόματος του ελληνικού κράτους, θεωρούν την ενεργό συμμετοχή των Σχολικών Εφορειών , που είναι ο σημαντικότερος θεσμός των μειονοτικών σχολείων, και επομένως τις προσπάθειες των γονέων για τη βελτίωση της ποιότητας της εκπαίδευσης, σχεδόν ως μια «επίθεση στα κυριαρχικά δικαιώματα». Αυτή η προσέγγιση δεν είναι μόνο λανθασμένη αλλά και εξαιρετικά βλαβερή και προβληματική.
Κατά συνέπεια, η μη ικανοποίηση των εκπαιδευτικών αιτημάτων της Τουρκικής Μειονότητας Δυτικής Θράκης, ο περιορισμός των αρμοδιοτήτων των Σχολικών Εφορειών κατά παράβαση των συμφωνιών και των εθίμων καθώς και η προσπάθεια περιορισμού του πεδίου δράσης τους, θεωρούνται ως παρέμβαση στο εκπαιδευτικό δικαίωμα της μειονοτικής κοινότητας. Θα ήθελα να τονίσω ότι η κατάσταση σχετικά με τις Σχολικές Εφορείες έχει επιδεινωθεί σημαντικά την τελευταία περίοδο.
Το ελληνικό κράτος θα πρέπει να αναπτύξει έναν εποικοδομητικό διάλογο με τη μειονότητα προκειμένου να επιλύσει αυτό το πρόβλημα και να σεβαστεί τα εκπαιδευτικά δικαιώματα που έχουν κατοχυρωθεί από διεθνείς συμφωνίες. Τα προβλήματα που σχετίζονται με την εκπαίδευση θα πρέπει να αντιμετωπιστούν ως ένα σημαντικό ζήτημα που επηρεάζει όχι μόνο τη μειονότητα, αλλά και τη δημοκρατική δομή καθώς και τη διεθνή φήμη της Ελλάδας”.