Με ανακοίνωση που έβγαλε η Συμβουλευτική Επιτροπή Τουρκικής Μειονότητας Δυτικής Θράκης απαντά γραπτώς στο άρθρο της Μαίρης Κοσμίδου, της αναπληρώτριας περιφερειακής διευθύντριας εκπαίδευσης Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης με τίτλο «Πέντε αλήθειες για τη μειονοτική εκπαίδευση».
Στήν ανακοίνωση της η Συμβουλευτική Επιτροπή, απαντά στην κα. Κοσμίδου με ερωτήσεις.
Στήν ανακοίνωση της η Συμβουλευτική Επιτροπή τονίζει τα εξής:
«Ας ρωτήσουμε την κα. Κοσμίδου, που φαίνεται να έχει μια ιδιαίτερη αγάπη για τη στατιστική, να μας εξηγήσει, πόσοι από τους 363 μειονοτικούς εκπαιδευτικούς που εκπαιδεύτηκαν στη μητρική τους πατρίδα την Τουρκία και ήρθαν να εργαστούν στα μειονοτικά σχολεία για την εξέλιξη και τη βελτίωση της μειονοτικής εκπαίδευσης, τους επετράπη να το κάνουν; Η μειονοτική εκπαίδευση βρίσκεται σε αυτή την κατάσταση εξαιτίας των μονομερών διαταγμάτων, νόμων και εγκυκλίων που εκδίδει το κράτος.»
«Η γνώμη της Μειονότητας δεν έχει ζητηθεί ούτε καν από ευγένεια»
ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ
«Με ιδιαίτερη απορία διαβάσαμε το άρθρο της Μαίρης Κοσμίδου, της αναπληρώτριας περιφερειακής διευθύντριας εκπαίδευσης Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης με τίτλο «Πέντε αλήθειες για τη μειονοτική εκπαίδευση», το οποίο εστάλη στον Τύπο στα τουρκικά και στα ελληνικά.
Μέχρι σήμερα, η Τουρκική Μειονότητα της Δυτικής Θράκης δεν συμμετείχε στις αποφάσεις που έλαβε η πολιτεία σχετικά με τη μειονοτική εκπαίδευση.
Η γνώμη της δεν έχει ζητηθεί ούτε καν από ευγένεια. Η μειονοτική εκπαίδευση βρίσκεται σε αυτή την κατάσταση εξαιτίας των μονομερών διαταγμάτων, νόμων και εγκυκλίων που εκδίδει το κράτος. Αυτά που η κα Κοσμίδου θέτει ενώπιόν μας ως «αλήθειες» είναι μόνο τα αριθμητικά δεδομένα του εκπαιδευτικού προφίλ που δημιουργήθηκαν με δικές τους προσπάθειες.
Με αυτά τα δεδομένα, που τα περισσότερα από αυτά τα γνωρίζουμε, επιδιώκεται η μειονότητα να αισθάνεται ευγνωμοσύνη για τη δήθεν ευνοϊκή στάση του κράτους απέναντι στα μειονοτικά σχολεία.
Ωστόσο, όπως ισχυρίζεται το άρθρο, το γεγονός ότι η Ελλάδα τηρεί με απόλυτο σεβασμό τη Συνθήκη της Λωζάνης και τα εκπαιδευτικά πρωτόκολλα έρχεται σε αντίθεση με το πνεύμα του άρθρου και δεν αντικατοπτρίζει την αλήθεια.
Για παράδειγμα, παρόλο που το άρθρο 40 της Συνθήκης της Λωζάνης μας παρέχει το δικαίωμα «να ιδρύουμε, να διευθύνουμε και να εποπτεύουμε κάθε είδους σχολεία, διδακτήρια και εκπαιδευτικά ιδρύματα, υπό την προϋπόθεση ότι θα καλύπτουμε τα έξοδά μας», γιατί το κράτος μας, που ισχυρίζεται ότι μας έχει προσφέρει τόσα πολλά, δεν μας επιτρέπει να αυξήσουμε τον αριθμό των μειονοτικών γυμνασίων και λυκείων, τα οποία είναι ανεπαρκή σε αριθμό;
Γιατί εμποδίζει το μειονοτικό Γυμνάσιο Ξάνθης, που έχει μετατραπεί σε σχολείο από καπναποθήκη, να αποκτήσει ένα νέο κτίριο, του οποίου οι φυσικές συνθήκες είναι κατάλληλες για σύγχρονη εκπαίδευση;
Επίσης, γιατί δεν μας επιτρέπει να λειτουργήσουμε μειονοτικό νηπιαγωγείο στα πλαίσια του μειονοτικού εκπαιδευτικού συστήματος που θα παρέχει τουρκο-ελληνική εκπαίδευση;
Γιατί τα παιδιά μας, που θα λάβουν δίγλωσση εκπαίδευση μετά από δύο χρόνια, αναγκάζονται να φοιτούν σε δημόσια νηπιαγωγεία που παρέχουν μονόγλωσση εκπαίδευση;
Γιατί οι δάσκαλοι συμβουλεύουν τους γονείς των μειονοτικών μαθητών που αποφοιτούν από τα νηπιαγωγεία να στείλουν τα παιδιά τους σε δημόσια σχολεία με περιορισμένες εγκαταστάσεις και όχι σε μειονοτικά σχολεία με πλούσιες εγκαταστάσεις, όπως ισχυρίζονται;
Θα θέλαμε να μάθουμε πόσοι από τους μαθητές μας ακολουθούν αυτή την πρόταση και πηγαίνουν σε δημόσια σχολεία με περιορισμένες εγκαταστάσεις;
Και πάλι, θα θέλαμε να μάθουμε, ποιο είναι το μερίδιο αυτών των υποδείξεων στη μείωση του αριθμού των μαθητών στα μειονοτικά σχολεία;
Διότι δεν είναι δυνατόν να εξηγήσουμε τη μείωση του αριθμού των παιδιών στα μειονοτικά μας σχολεία μόνο με την οικονομική μετανάστευση. Άλλωστε, το κράτος είναι επίσης υπεύθυνο για την οικονομική μετανάστευση.
Τα εδάφη των μειονοτικών πληθυσμών που ασχολούνται με τη γεωργία απαλλοτριώθηκαν χωρίς λόγο και δυσανάλογα. Το ποσοστό ιδιοκτησίας γης των Τούρκων της Δυτικής Θράκης στην περιοχή, το οποίο ήταν περίπου 84% το 1923, μειώθηκε στο 25%. Οι επιδοτήσεις της ΕΕ δεν κατανεμήθηκαν δίκαια. Ο ισχυρισμός μας είναι ότι η περιοχή έγινε σκόπιμα η φτωχότερη περιοχή της Ελλάδας για να διευθετηθεί η δημογραφική σύνθεση υπέρ της πλειονότητας. Αυτά έχουν επιταχύνει τη μετανάστευση και η μετανάστευση έχει μειώσει τον αριθμό των παιδιών μας.
Πέραν αυτού, δεν πρέπει να ξεχνάμε τα σχεδόν εξήντα χιλιάδες θύματα του άρθρου 19. Το γεγονός ότι ο αριθμός των σχολείων, που το 1926 ήταν 307, σήμερα είναι 90, εξηγεί τα πάντα. Αν τα μειονοτικά σχολεία ήταν ένα ουτοπικό περιβάλλον, όπως υποστηρίζεται, θα είχαμε την απώλεια αυτή των 217 σχολείων;
Στην πραγματικότητα, αν η Ελλάδα είχε σεβαστεί και συμμορφωθεί με τη Συνθήκη της Λωζάνης και τα εκπαιδευτικά πρωτόκολλα με καλή πίστη, τα δικαιώματα των σχολικών εφορειών μας δεν θα είχαν αφαιρεθεί. Οι σχολικοί έφοροι που θα μπορούσαν να ανοίξουν ένα σχολείο με τις υπογραφές 15 γονέων, δεν θα είχαν στερηθεί το δικαίωμα να καθορίζουν, να συνάπτουν συμβάσεις και να πληρώνουν τους μισθούς των Τούρκων δασκάλων που θα διορίζονταν στα σχολεία μας. Δεν είχαμε κανένα απολύτως πρόβλημα να πληρώνουμε τους μισθούς των εκπαιδευτικών που θα επιλέγαμε.
Ωστόσο, προκειμένου να υπονομεύσει την εκπαιδευτική μας αυτονομία, το κράτος μας αφαίρεσε το δικαίωμα των σχολικών εφορειών με το νόμο 694/1977 και το δικαίωμά να επιλέγουμε τους δασκάλους μας με το νόμο 695/1977 και ανάγκασε τα μειονοτικά σχολεία να προσλαμβάνουν δασκάλους αποφοίτων ΕΠΑΘ.
Ας ρωτήσουμε την κα. Κοσμίδου, που φαίνεται να έχει μια ιδιαίτερη αγάπηγια τη στατιστική, να μας εξηγήσει, πόσοι από τους 363 μειονοτικούς εκπαιδευτικούς που εκπαιδεύτηκαν στη μητρική τους πατρίδα την Τουρκία και ήρθαν να εργαστούν στα μειονοτικά σχολεία για την εξέλιξη και τη βελτίωση της μειονοτικής εκπαίδευσης, τους επετράπη να το κάνουν;
Πόσοι από αυτούς απομακρύνθηκαν ενώ εκτελούσαν τα καθήκοντά τους;
Γιατί επέμεναν στους εκπαιδευτικούς της ΕΠΑΘ, όταν υπήρχαν τόσοι πολλοί μειονοτικοί εκπαιδευτικοί που είχαν αποφοιτήσει από παιδαγωγικές σχολές.
Ο νόμος-διάταγμα αριθ. 3065 είναι γνωστός και ως κανονισμός του στρατάρχη Παπάγου, που εκδόθηκε το 1954, με τον οποίο η Ελλάδα σεβάστηκε πλήρως το πνεύμα της Συνθήκης της Λωζάνης και των εκπαιδευτικών πρωτοκόλλων.
Δυστυχώς, όμως, η Ελλάδα, η οποία μπορούσε να το ανεχθεί αυτό για 8 χρόνια, ακύρωσε τις διατάξεις του νομοθετικού διατάγματος αριθ. 3065/1954 σύμφωνα με τη Συνθήκη της Λωζάνης με το νομοθετικό διάταγμα αριθ. 1109/1972.
Μετά την ημερομηνία αυτή, οι επιδράσεις τόσο της Συνθήκης της Λωζάννης όσο και των σχετικών πρωτοκόλλων στη μειονοτική εκπαίδευση ελαχιστοποιήθηκαν όσο το δυνατόν περισσότερο. Παρατηρούμε ότι καταβάλλεται ιδιαίτερη προσπάθεια για τον απόλυτο τερματισμό της.
Καταλαβαίνουμε πόσο κακές είναι οι προθέσεις από το γεγονός ότι τα μειονοτικά σχολεία, των οποίων η εκπαίδευση είχε ανασταλεί λόγω της έλλειψης παιδιών, δεν έχουν ανοίξει παρόλο που έχουν φτάσει σε επαρκή αριθμό μαθητών.
Το αίτημα της γειτονιάς Χαρμανλίκ στην Κομοτηνή για μειονοτικό σχολείο δεν έχει ικανοποιηθεί ποτέ. Με σεβασμό δηλώνουμε στο κοινό ότι η υπόθαλψη κακών βλέψεων για την εκπαίδευση, τη γλώσσα και τον πολιτισμό αυτής της διεθνώς αναγνωρισμένης μειονότητας είναι η μεγαλύτερη δίωξη που μπορεί να γίνει εις βάρος αυτών των ανθρώπων.»